ἐπωρύοντο

ἐπωρύοντο
ἐπωρύ̱οντο , ἐπωρύω
howl at
imperf ind mp 3rd pl
ἐπωρύ̱οντο , ἐπωρύω
howl at
imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • επωρύω — ἐπωρύω (AM) ουρλιάζω, ορύομαι εναντίον κάποιου («αἱ ψυχαὶ αὐτῶν ἐπωρύοντο ἐπ’ ἐμέ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωρύω (ενεργ. τ. τού ωρύομαι), που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”